- Εὐρωπός
- Εὐρωπόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐρωπός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὔρωπος — masc nom sg Εὔρωψ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρωπός — I Αρχαία πόλη που ίδρυσαν οι Μακεδόνες. Βλ. λ. Δούρα. II Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 80 μ., 2.425 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * εὐρωπός, ή, όν (ΑΜ) ευρύς («ἐν εὐρωποῑσιν ἁλὸς λαγόνεσσι»,… … Dictionary of Greek
Δούρα ή Ευρωπός — Αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας, χτισμένη στη δυτική όχθη του Ευφράτη, κοντά στον σημερινό οικισμό Σαλιχίγια. H πόλη ιδρύθηκε γύρω στο 300 π.Χ. από τον Μακεδόνα στρατηγό του Αντίγονου, Νικάνορα. Αργότερα μετονομάστηκε σε Ευρωπό από τον Σέλευκο Α’.… … Dictionary of Greek
εὐρωπόν — εὐρωπός masc acc sg εὐρωπός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρωποῖο — Εὐρωπός masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρωποῖο — εὐρωπός masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρωποῖσιν — Εὐρωπός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρωποῖσιν — εὐρωπός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρωποῦ — Εὐρωπός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)